- ἀχίλλειος
- ἀχίλλειος u. ἀχιλληΐς, eine edle Gerstenart; τὸ ἀχίλλειον, eine Art Brot davon
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Ἀχίλλειος — of Achilles masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχίλλειος — (3ος–4ος αι. μ.Χ.). Πρώτος επίσκοπος και πολιούχος άγιος της Λάρισας. Έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου και πήρε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Μαΐου. * * * ο (AM Ἀχίλλειος, α, ον, Α και Ἀχιλλέϊος και Ἀχιλλήιος,… … Dictionary of Greek
αχίλλειος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αχιλλέα· συνηθισμένη φράση: «αχίλλεια φτέρνα», το πιο ευπρόσβλητο σημείο σε κάποιο ζήτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αχίλλειος Ελπίδιος — (3ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, σφετεριστής του αυτοκρατορικού θρόνου. Ανακηρύχτηκε, επί Διοκλητιανού, αυτοκράτορας (292) από τα αλεξανδρινά στρατεύματα. Ο Διοκλητιανός κατέλαβε, ύστερα από οχτάμηνη πολιορκία την Αλεξάνδρεια, συνέλαβε τον Α.… … Dictionary of Greek
Άγιος Αχίλλειος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 28 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται πάνω στο ομώνυμο νησάκι της Λίμνης της Μικρής Πρέσπας. Παλαιότερα, το μικρό σήμερα χωριό είχε γνωρίσει ακμή όπως μαρτυρεί o οικισμός που βρέθηκε και είναι της εποχής του Μ.… … Dictionary of Greek
Ἀχιλλείων — Ἀχίλλειος of Achilles fem gen pl Ἀχίλλειος of Achilles masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχίλλειον — Ἀχίλλειος of Achilles masc acc sg Ἀχίλλειος of Achilles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχιλλείοις — Ἀχίλλειος of Achilles masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχιλλείου — Ἀχίλλειος of Achilles masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχιλλείους — Ἀχίλλειος of Achilles masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀχίλλεια — Ἀχίλλειος of Achilles neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)